Στην έκτη δημοτικού υπήρχε στη ζωή μου ο Γιάννης. Από τα πιο δημοφιλή παιδιά του σχολείου που πάντα μου χαμογελούσε στα διαλείμματα. Μια Κυριακή μεσημέρι είμαι με τις φίλες μου στην πλατεία. Ο Γιάννης με πλησιάζει και μου κάνει την κρίσιμη ερώτηση: Θέλεις να τα φτιάξουμε? Εγώ απάντησα ναι, και όλα ήταν εντάξει. Ήμουν το κορίτσι του Γιάννη... μου έπιανε που και που το χέρι... με έπαιρνε τηλέφωνο στο σπίτι, μου έκανε δώρο στα γενέθλιά μου... και μετά βαρέθηκα. Ένα μεσημέρι λοιπόν που ήρθε να με πάρει από το σχολείο (εκείνος πήγαινε γυμνάσιο) του ανακοίνωσα ότι θέλω να τα χαλάσουμε. Και κάπως έληξε η σχέση μου με τον Γιάννη. Ούτε αναλύσεις, ούτε δράματα, ούτε εξηγήσεις... έτσι απλά.
Αυτή την σχέση θυμήθηκα όταν ο Χ. μου είπε ότι αν και χωρισμένος, αφήνει την πόρτα ανοιχτή στην πρώην. Γιατί άραγε αφήνουμε την πόρτα ανοιχτή? Γιατί όταν χωρίζουμε θέλουμε να πιστεύουμε ότι δεν είναι οριστικό? Χωρίζουμε τελικά από πείσμα ή επειδή έχουμε εξαντλήσει όλες τις πιθανότητες? Στο δημοτικό έλεγες “θέλω να τα χαλάσουμε” κι έληγε η υπόθεση. Τι άλλαξε? Δεν λέμε πια αυτό που πραγματικά αισθανόμαστε? Λέμε “θέλω να φύγεις”, ενώ στην ουσία θέλουμε να πούμε “μείνε”? Λέμε ότι “υπάρχει ελπίδα για μας” ενώ στην πραγματικότητα ξέρουμε πολύ καλά ότι δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω?
Μήπως θέλουμε να κρατηθούμε από κάτι που ξέρουμε από καιρό ότι έχει τελειώσει?
Δεν ξέρω τι ισχύει στην περίπτωση του Χ. ... με έκανε όμως να σκεφτώ σε αντίστοιχες περιπτώσεις... αφήνω την πόρτα ανοιχτή?
Μάλλον γκρεμίζονται όλα και δεν υπάρχει καν πόρτα...
2 comments:
να πω κάτι άσχετο;
μείνε όπως και αν είμαι!
εεεε;
ας πει κάποιος! χ; τ; μ;
ελα μου ντε! γιατι τα κανουμε ολα τοσο περιπλοκα..? τοτε βεβαια - πισω στο δημοτικο - δεν ειχαμε τοσο μεγαλη συναισθηματικη εμπλοκη οσο στις ενηλικες σχεσεις μας..!!!
Post a Comment